πέρκα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πέρκα | οι | πέρκες |
γενική | της | πέρκας | των | περκών |
αιτιατική | την | πέρκα | τις | πέρκες |
κλητική | πέρκα | πέρκες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πέρκα < αρχαία ελληνική πέρκη
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πέρκα θηλυκό
- ψάρι με πτερύγια σε χρώμα πορτοκαλί ή κόκκινο, σώμα πεπιεσμένο στις πλευρές, οι οποίες είναι πράσινες με σκουρόχρωμες κάθετες ραβδώσεις