αρχαιοκύτταρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρχαιοκύτταρο < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική archaeocyte, αρχαιο- + κύτταρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρχαιοκύτταρο ουδέτερο -
- (βιολογία) κυτταρικός τύπος αμοιβαδοκυττάρων όπως αυτά των Πορόζωων (σπόγγοι)