Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλκένιο τα αλκένια
      γενική του αλκενίου
αλκένιου
των αλκενίων
    αιτιατική το αλκένιο τα αλκένια
     κλητική αλκένιο αλκένια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλκένιο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλκένιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία