αλκένιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλκένιο | τα | αλκένια |
γενική | του | αλκενίου & αλκένιου |
των | αλκενίων |
αιτιατική | το | αλκένιο | τα | αλκένια |
κλητική | αλκένιο | αλκένια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλκένιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλκένιο ουδέτερο
- ακόρεστος αλειφατικός (δηλαδή άκυκλος) υδρογονάνθρακας με έναν διπλό δεσμό άνθρακα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλκένιο
|