↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλειφατικός η αλειφατική το αλειφατικό
      γενική του αλειφατικού της αλειφατικής του αλειφατικού
    αιτιατική τον αλειφατικό την αλειφατική το αλειφατικό
     κλητική αλειφατικέ αλειφατική αλειφατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλειφατικοί οι αλειφατικές τα αλειφατικά
      γενική των αλειφατικών των αλειφατικών των αλειφατικών
    αιτιατική τους αλειφατικούς τις αλειφατικές τα αλειφατικά
     κλητική αλειφατικοί αλειφατικές αλειφατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλειφατικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική aliphatic < αρχαία ελληνική ἄλειφαρ < ἀλείφω

  Επίθετο

επεξεργασία

αλειφατικός, -ή, -ό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αλειφατικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)