αλειφατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλειφατικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική aliphatic < αρχαία ελληνική ἄλειφαρ < ἀλείφω
Επίθετο
επεξεργασίααλειφατικός, -ή, -ό
- (χημεία) που αφορά οργανική ένωση, τα άτομα της οποίας συνδέονται μεταξύ τους έτσι ώστε να σχηματίζουν ανοιχτή αλυσίδα και όχι κλειστό δακτύλιο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αλείφω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αλειφατικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)