Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακρώμιο τα ακρώμια
      γενική του ακρωμίου
ακρώμιου
των ακρωμίων
    αιτιατική το ακρώμιο τα ακρώμια
     κλητική ακρώμιο ακρώμια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακρώμιο < αρχαία ελληνική ἀκρώμιον < ἀκρ- + -ώμιον[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈkɾo.mi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρώ‐μι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακρώμιο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)