Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασκαλώνιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ασκαλώνι
ο
τα
ασκαλώνι
α
γενική
του
ασκαλωνί
ου
&
ασκαλώνι
ου
των
ασκαλωνί
ων
αιτιατική
το
ασκαλώνι
ο
τα
ασκαλώνι
α
κλητική
ασκαλώνι
ο
ασκαλώνι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ασκαλώνιο
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ασκαλώνιο
ουδέτερο
(
φυτό
) είδος
κρεμμυδιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασκαλώνιο
αγγλικά
:
shallot
(en)
γαλλικά
:
échalote
(fr)
ιταλικά
:
scalogno
(it)