Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρθρίδιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αρθρίδι
ο
τα
αρθρίδι
α
γενική
του
αρθριδί
ου
&
αρθρίδι
ου
των
αρθριδί
ων
αιτιατική
το
αρθρίδι
ο
τα
αρθρίδι
α
κλητική
αρθρίδι
ο
αρθρίδι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρθρίδιο
<
άρθρ(ο)
+
-ο-
+
-ίδιο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρθρίδιο
ουδέτερο
το μικρό
άρθρο
σε εφημερίδα ή περιοδικό
Συνώνυμα
επεξεργασία
αρθράκι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρθρίδιο