Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρτοφόριο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αρτοφόρι
ο
τα
αρτοφόρι
α
γενική
του
αρτοφορί
ου
&
αρτοφόρι
ου
των
αρτοφορί
ων
αιτιατική
το
αρτοφόρι
ο
τα
αρτοφόρι
α
κλητική
αρτοφόρι
ο
αρτοφόρι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρτοφόριο
< (
ελληνιστική κοινή
)
ἀρτοφόριον
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρτοφόριο
ουδέτερο
λειτουργικό σκεύος όπου φυλάγεται ο άρτος που προορίζεται για τη μετάληψη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρτοφόριο
αγγλικά
:
pyx
(en)