βολφράμιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
|
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βολφράμιο | τα | βολφράμια |
γενική | του | βολφραμίου & βολφράμιου |
των | βολφραμίων |
αιτιατική | το | βολφράμιο | τα | βολφράμια |
κλητική | βολφράμιο | βολφράμια | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βολφράμιο ουδέτερο, σχεδόν πάντα στον ενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 74 και χημικό σύμβολο το W
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- βολφράμιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
βολφράμιο