ρήνιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρήνιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική rhenium < γερμανική Rhein (ο ποταμός Ρήνος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρήνιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 75 και χημικό σύμβολο το Re
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρήνιο | τα | ρήνια |
γενική | του | ρηνίου & ρήνιου |
των | ρηνίων |
αιτιατική | το | ρήνιο | τα | ρήνια |
κλητική | ρήνιο | ρήνια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- ρήνιο στη Βικιπαίδεια