Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  • Χημικό στοιχείο: Be
  • Ατομικός αριθμός : 4
  • Προηγούμενο = Li
  • Επόμενο = B

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

  Ετυμολογία επεξεργασία

βηρύλλιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική beryllium (χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον Wöhler το 1828) < λατινική beryl < αρχαία ελληνική βήρυλλος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /viˈɾi.li.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βη‐ρύλ‐λι‐ο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βηρύλλιο τα βηρύλλια
      γενική του βηρυλλίου
βηρύλλιου
των βηρυλλίων
    αιτιατική το βηρύλλιο τα βηρύλλια
     κλητική βηρύλλιο βηρύλλια
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
δείγμα βηρυλλίου

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βηρύλλιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  1. (χημεία) χημικό στοιχείο, που ανήκει στις αλκαλικές γαίες, με ατομικό αριθμό 4 και χημικό σύμβολο το Be
  2. (μεταλλουργία) δισθενές, εύθραυστο, ελαφρύ και τοξικό μέταλλο, με γκρίζο χρώμα κι αντιμαγνητικές ιδιότητες, που χρησιμοποιείται στη μεταλλουργία και την πυρηνική τεχνολογία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία