Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βήρυλλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
βήρυλλος
< (
ελληνιστική κοινή
)
βήρυλλος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βήρυλλος
θηλυκό
κρυσταλλικό
ορυκτό
που δίνει μερικά είδη πολύτιμων λίθων· από αυτό εξάγεται και το
βηρύλλιο
Συγγενικά
επεξεργασία
βηρύλλιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βήρυλλος
αγγλικά
:
beryl
(en)