• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

beryl

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ουσιαστικό
  • 2 Πολωνικά (pl)
    • 2.1 Προφορά
    • 2.2 Ουσιαστικό
      • 2.2.1 Συγγενικές λέξεις

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

beryl (en)

  • η βήρυλλος



Πολωνικά (pl)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

  (βοήθεια·αρχείο)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

beryl (pl) αρσενικό

  • (χημεία) το χημικό στοιχείο: βηρύλλιο

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • berylowy
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=beryl&oldid=5243090"
Τελευταία επεξεργασία στις 17 Σεπτεμβρίου 2021, στις 03:42
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 17 Σεπτεμβρίου 2021, στις 03:42.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie