Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαλβανοσκόπιο τα γαλβανοσκόπια
      γενική του γαλβανοσκοπίου
γαλβανοσκόπιου
των γαλβανοσκοπίων
    αιτιατική το γαλβανοσκόπιο τα γαλβανοσκόπια
     κλητική γαλβανοσκόπιο γαλβανοσκόπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαλβανοσκόπιο < ψευδο(αντιδάνειο) "γαλβάνο" + -σκόπιο, (γαλλική galvanoscope, από το όνομα του φυσικού Luigi Galvani (1737-1798)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαλβανοσκόπιο ουδέτερο

  • (τεχνολογία): ιδιαίτερα ευαίσθητο όργανο ανίχνευσης και μέτρησης ηλεκτρικού ρεύματος με ασθενή ένταση

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία