ακροσωλήνιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακροσωλήνιο < → λείπει η ετυμολογία ακρο- < σωλήνας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακροσωλήνιο ουδέτερο
- η άκρη οποιουδήποτε σωλήνα, π.χ. αμμοβολής, υδροβολής, φλογοβόλου κ.λπ.
- (ειδικότερα) το μεταλλικό εξάρτημα που φέρεται στην άκρη του πυροσβεστήρα ή του πυροσβεστικού σωλήνα (μάνικα) που χειρίζεται ο πυροσβέστης
- ⮡ Υπάρχουν διάφοροι τύποι ακροσωληνίων καθώς και μικτής εξακόντισης είτε σε δέσμη (τζετ), είτε σε διασπορά (σπρέι) για καταιονισμό.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακροσωλήνιο
|
Πηγές
επεξεργασία- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)