Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακροσωλήνιο τα ακροσωλήνια
      γενική του ακροσωληνίου
ακροσωλήνιου
των ακροσωληνίων
    αιτιατική το ακροσωλήνιο τα ακροσωλήνια
     κλητική ακροσωλήνιο ακροσωλήνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακροσωλήνιο < λείπει η ετυμολογία ακρο- < σωλήνας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακροσωλήνιο ουδέτερο

  1. η άκρη οποιουδήποτε σωλήνα, π.χ. αμμοβολής, υδροβολής, φλογοβόλου κ.λπ.
  2. (ειδικότερα) το μεταλλικό εξάρτημα που φέρεται στην άκρη του πυροσβεστήρα ή του πυροσβεστικού σωλήνα (μάνικα) που χειρίζεται ο πυροσβέστης
    Υπάρχουν διάφοροι τύποι ακροσωληνίων καθώς και μικτής εξακόντισης είτε σε δέσμη (τζετ), είτε σε διασπορά (σπρέι) για καταιονισμό.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)