υδροβολή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαυδροβολή θηλυκό
- βολή νερού
- (τεχνολογία): μέθοδος αποχρωματισμού μεγάλων επιφανειών με βολή νερού υπό πίεση
- (ναυτικός όρος): συνήθης τρόπος καθαρισμού και αποχρωματισμού υφάλων πλοίων κατά τους δεξαμενισμούς
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υδροβολή
|