μεταλλοβολή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμεταλλοβολή θηλυκό
- (νεολογισμός) μέθοδος καθαρισμού επιφανειών με την υπό πίεση εκτόξευση ψηγμάτων / σωματιδίων μετάλλων, που χρησιμοποιούνται ως αποξεστικό μέσο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεταλλοβολή
|