ψήγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ψήγμα | τα | ψήγματα |
γενική | του | ψήγματος | των | ψηγμάτων |
αιτιατική | το | ψήγμα | τα | ψήγματα |
κλητική | ψήγμα | ψήγματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψήγμα < αρχαία ελληνική ψῆγμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψήγμα ουδέτερο
- ό,τι προέρχεται από τριβή και απόξεση, απόξεσμα, ρίνισμα
- (ιδίως στον πληθυντικό) ψήγματα, λεπτότατα κομμάτια μετάλλου
- ψήγματα χρυσού
- (μεταφορικά) (συνήθως αρνητικά): ελάχιστη ποσότητα, ελάχιστο δείγμα, ίχνος
- τα λεγόμενά του είναι ζήτημα εάν περιέχουν ψήγμα αλήθειας