Δείτε επίσης: ψήγμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ψῆγμᾰ τὰ ψήγμᾰτ
      γενική τοῦ ψήγμᾰτος τῶν ψηγμᾰ́των
      δοτική τῷ ψήγμᾰτ τοῖς ψήγμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ψῆγμᾰ τὰ ψήγμᾰτ
     κλητική ! ψῆγμᾰ ψήγμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψήγμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ψηγμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψῆγμα < ψήχω (βουρτσίζω, τρίβω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψῆγμα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία