αεριοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αεριοσκόπιο < αεριο- + -σκόπιο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίααεριοσκόπιο ουδέτερο
- (φυσική, μηχανολογία) συσκευή που εξετάζει ύπαρξη αερίων σ΄ ένα σώμα, ή χώρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αεριοσκόπιο
|