Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αντιφάρμακο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αντιφάρμακ
ο
τα
αντιφάρμακ
α
γενική
του
αντιφαρμάκ
ου
&
αντιφάρμακ
ου
των
αντιφαρμάκ
ων
αιτιατική
το
αντιφάρμακ
ο
τα
αντιφάρμακ
α
κλητική
αντιφάρμακ
ο
αντιφάρμακ
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αντιφάρμακο
<
αρχαία ελληνική
ἀντιφάρμακον
<
ἀντί
+
φάρμακον
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αντιφάρμακο
ουδέτερο
(
φαρμακευτική
)
αντίδοτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντιφάρμακο
→
δείτε
τη λέξη
αντίδοτο