Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανακτοβούλιο τα ανακτοβούλια
      γενική του ανακτοβουλίου
ανακτοβούλιου
των ανακτοβουλίων
    αιτιατική το ανακτοβούλιο τα ανακτοβούλια
     κλητική ανακτοβούλιο ανακτοβούλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανακτοβούλιο < ανακτ- (< άναξ) + βουλ- (< βουλεύω) + -ιο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.na.ktoˈvu.li.o/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανακτοβούλιο ουδέτερο

το ανακτοβούλιο κατοχύρωσε την εκλογή του νέου πρωθυπουργού

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία