γλωσσάριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Άλλες μορφές επεξεργασία
- (το) γλωσσάρι ουδέτερο
Ετυμολογία επεξεργασία
- γλωσσάριο < (ελληνιστική κοινή) γλωσσάριον
Ουσιαστικό επεξεργασία
γλωσσάριο ουδέτερο
- μικρο ερμηνευτικό λεξικό για ειδικούς όρους, για ορολογία