Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γλωσσάριο τα γλωσσάρια
      γενική του γλωσσαρίου
γλωσσάριου
των γλωσσαρίων
    αιτιατική το γλωσσάριο τα γλωσσάρια
     κλητική γλωσσάριο γλωσσάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλωσσάριο < (ελληνιστική κοινή) γλωσσάριον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλωσσάριο ουδέτερο

  • μικρο ερμηνευτικό λεξικό για ειδικούς όρους, για ορολογία

  Μεταφράσεις επεξεργασία