glossaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- glossaire < λατινική glossarium < αρχαία ελληνική γλῶσσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
glossaire | glossaires |
glossaire (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
glossaire | glossaires |
glossaire (fr) αρσενικό