Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλευρόφυτο τα αλευρόφυτα
      γενική του αλευροφύτου
αλευρόφυτου
των αλευροφύτων
    αιτιατική το αλευρόφυτο τα αλευρόφυτα
     κλητική αλευρόφυτο αλευρόφυτα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλευρόφυτο < αλεύρι + φυτό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλευρόφυτο ουδέτερο

  1. (φυτό) γενική ονομασία οποιουδήποτε φυτού της τάξης των Αλευρωδών
    στα αλευρόφυτα υπάγεται και ο ανανάς.

  Μεταφράσεις επεξεργασία