ακροπύργιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακροπύργιο < μεσαιωνική ελληνική ἀκροπύργιον[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.kɾoˈpiɾ.ʝi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρο‐πύρ‐γι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακροπύργιο ουδέτερο και ακρόπυργος
- ο ψηλότερος πυργίσκος σε φρούριο
- (μεταφορικά) το ασφαλέστερο δυνατόν σημείο
- το μετερίζι, ο τελευταίος σύμμαχος, η τελευταία άμυνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ο ψηλότερος πυργίσκος σε φρούριο
|
το ασφαλέστερο δυνατόν σημείο
|
το μετερίζι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)