Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Αϊδίνιο τα Αϊδίνια
      γενική του Αϊδινίου
Αϊδίνιου
των Αϊδινίων
    αιτιατική το Αϊδίνιο τα Αϊδίνια
     κλητική Αϊδίνιο Αϊδίνια
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αϊδίνιο < τουρκική Aydın[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aiˈði.ni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αϊ‐δί‐νι‐ο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

 
Άποψη του Αϊδινίου

Αϊδίνιο ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΑϊδίνιΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας