Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αϊδίνης οι Αϊδίνηδες
      γενική του Αϊδίνη των Αϊδίνηδων
    αιτιατική τον Αϊδίνη τους Αϊδίνηδες
     κλητική Αϊδίνη Αϊδίνηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αϊδίνης < Αϊδίνιο[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aiˈði.nis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αϊ‐δί‐νης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αϊδίνης αρσενικό (θηλυκό Αϊδίνη)

Μεταγραφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Γεώργιος Κ. Γιαννάκης (επιμ.), Ο γλωσσικός χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας κατά την αρχαιότητα, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. σελ. 202