γραφοσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γραφοσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική graphoscope < αρχαία ελληνική γράφω + σκοπέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγραφοσκόπιο ουδέτερο
- (οπτική) όργανο που φέρει αμφίκυρτο φακό για τη μεγέθυνση εγγράφων, φωτογραφιών, χαρακτικών κ.λπ., με το οποίο επιχειρείται γραφολογική εξέταση κειμένων ή η ακρίβεια αντιγράφων (φωτοτυπιών) κ.τ.ό.
- ειδική εποπτική συσκευή με την οποία επιχειρείται προβολή διαφανειών
- → δείτε τη λέξη διαφανοσκόπιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία γραφοσκόπιο