Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γραφοσκόπιο τα γραφοσκόπια
      γενική του γραφοσκοπίου
γραφοσκόπιου
των γραφοσκοπίων
    αιτιατική το γραφοσκόπιο τα γραφοσκόπια
     κλητική γραφοσκόπιο γραφοσκόπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γραφοσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική graphoscope < αρχαία ελληνική γράφω + σκοπέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γραφοσκόπιο ουδέτερο

  1. (οπτική) όργανο που φέρει αμφίκυρτο φακό για τη μεγέθυνση εγγράφων, φωτογραφιών, χαρακτικών κ.λπ., με το οποίο επιχειρείται γραφολογική εξέταση κειμένων ή η ακρίβεια αντιγράφων (φωτοτυπιών) κ.τ.ό.
  2. ειδική εποπτική συσκευή με την οποία επιχειρείται προβολή διαφανειών
    → δείτε τη λέξη διαφανοσκόπιο

  Μεταφράσεις επεξεργασία