Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διαφανοσκόπιο τα διαφανοσκόπια
      γενική του διαφανοσκοπίου
διαφανοσκόπιου
των διαφανοσκοπίων
    αιτιατική το διαφανοσκόπιο τα διαφανοσκόπια
     κλητική διαφανοσκόπιο διαφανοσκόπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαφανοσκόπιο < διαφάνεια + -σκόπιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαφανοσκόπιο ουδέτερο

  1. γενική ονομασία εποπτικού μέσου προβολής διαφανειών
  2. (ιατρική) φωτεινή συσκευή επί της οποίας προβάλλονται ακτινογραφίες

  Μεταφράσεις επεξεργασία