Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γωνιόμετρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
γωνιόμετρ
ο
τα
γωνιόμετρ
α
γενική
του
γωνιομέτρ
ου
&
γωνιόμετρ
ου
των
γωνιομέτρ
ων
αιτιατική
το
γωνιόμετρ
ο
τα
γωνιόμετρ
α
κλητική
γωνιόμετρ
ο
γωνιόμετρ
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γωνιόμετρο
<
λόγιο ενδογενές δάνειο
:
γαλλική
goniomètre
<
γωνία
+
μέτρον
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γωνιόμετρο
ουδέτερο
όργανο
για τη
μέτρηση
γωνιών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γωνιόμετρο
γαλλικά
:
goniomètre
(fr)