Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αεροσκόπιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αεροσκόπι
ο
τα
αεροσκόπι
α
γενική
του
αεροσκοπί
ου
&
αεροσκόπι
ου
των
αεροσκοπί
ων
αιτιατική
το
αεροσκόπι
ο
τα
αεροσκόπι
α
κλητική
αεροσκόπι
ο
αεροσκόπι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αεροσκόπιο
<
αέρας
+
-σκόπιο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αεροσκόπιο
ουδέτερο
συσκευή που εξετάζει τη
ρύπανση
του αέρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αεροσκόπιο
αγγλικά
:
είδος κάμερας λήψης κινούμενης εικόνας
:
aeroscope
(en)
•
air-tester
(en)
,
air-checker
(en)