Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γαμετοκύτταρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
γαμετοκύτταρ
ο
τα
γαμετοκύτταρ
α
γενική
του
γαμετοκυττάρ
ου
&
γαμετοκύτταρ
ου
των
γαμετοκυττάρ
ων
αιτιατική
το
γαμετοκύτταρ
ο
τα
γαμετοκύτταρ
α
κλητική
γαμετοκύτταρ
ο
γαμετοκύτταρ
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γαμετοκύτταρο
<
γαμέτης
+
κύτταρο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γαμετοκύτταρο
ουδέτερο
(
βιολογία
): ζωικό ή φυτικό κύτταρο που με τη μείωση μετατρέπεται σε
γαμέτη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γαμετοκύτταρο