Δέλφινο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Δέλφινο | τα | Δέλφινα |
γενική | του | Δελφίνου & Δέλφινου |
των | Δελφίνων |
αιτιατική | το | Δέλφινο | τα | Δέλφινα |
κλητική | Δέλφινο | Δέλφινα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Δέλφινο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈðel.fi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δέλ‐φι‐νο
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δέλφινο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Δέλφινο
→ δείτε τη λέξη Δελφίνο |