Δελφίνο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðelˈfi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δελ‐φί‐νο
Ετυμολογία επεξεργασία
- Δελφίνο < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα 1 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Δελφίνο | τα | Δελφίνα |
γενική | του | Δελφίνου | των | Δελφίνων |
αιτιατική | το | Δελφίνο | τα | Δελφίνα |
κλητική | Δελφίνο | Δελφίνα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Δελφίνο ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κύριο όνομα 2 επεξεργασία
Δελφίνο αρσενικό ή θηλυκό