Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δεκαεπτάγωνο τα δεκαεπτάγωνα
      γενική του δεκαεπταγώνου
δεκαεπτάγωνου
των δεκαεπταγώνων
    αιτιατική το δεκαεπτάγωνο τα δεκαεπτάγωνα
     κλητική δεκαεπτάγωνο δεκαεπτάγωνα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεκαεπτάγωνο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δεκαεπτάγωνο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία