Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βιοκαύσιμο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
βιοκαύσιμ
ο
τα
βιοκαύσιμ
α
γενική
του
βιοκαυσίμ
ου
&
βιοκαύσιμ
ου
των
βιοκαυσίμ
ων
αιτιατική
το
βιοκαύσιμ
ο
τα
βιοκαύσιμ
α
κλητική
βιοκαύσιμ
ο
βιοκαύσιμ
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βιοκαύσιμο
<
βιο-
+
καύσιμο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βιοκαύσιμο
ουδέτερο
(
νεολογισμός
)
καύσιμο
που έχει παραχθεί από
βιομάζα
, π.χ. από την καλλιέργεια ειδικώς τροποποιημένων φυτών
Δείτε επίσης
επεξεργασία
βιοκαύσιμο
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βιοκαύσιμο
αγγλικά
:
biofuel
(en)
γαλλικά
:
biocarburant
(fr)