δημοπρατήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δημοπρατήριο < δημοπρατώ + -τήριο < (ελληνιστική κοινή) δημοπράτης < αρχαία ελληνική δῆμος + πράτης / πρατήρ (=πωλητής) < πιπράσκω / πέρνημι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.mo.pɾaˈti.ɾi.o/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδημοπρατήριο ουδέτερο
- το μέρος όπου γίνονται οι δημοπρασίες
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις δημοπρασία, δήμος και πράττω
Μεταφράσεις
επεξεργασία δημοπρατήριο