Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλευροσκόπιο τα αλευροσκόπια
      γενική του αλευροσκοπίου
αλευροσκόπιου
των αλευροσκοπίων
    αιτιατική το αλευροσκόπιο τα αλευροσκόπια
     κλητική αλευροσκόπιο αλευροσκόπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλευροσκόπιο < αλεύρι + -σκόπιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλευροσκόπιο ουδέτερο

  • όργανο εμπειρικού προσδιορισμού περιεκτικότητας γλουτένης σε άλευρα και της εξ αυτής εξαρτώμενης αρτοποιητικής ικανότητάς τους.

Σημειώσεις επεξεργασία

  • το αλευροσκόπιο έχει την ίδια αρχή λειτουργίας με το αλευρόμετρο, διαφέρουν στη πρακτική εφαρμογή.

  Μεταφράσεις επεξεργασία