αλευροσκόπιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααλευροσκόπιο ουδέτερο
- όργανο εμπειρικού προσδιορισμού περιεκτικότητας γλουτένης σε άλευρα και της εξ αυτής εξαρτώμενης αρτοποιητικής ικανότητάς τους.
Σημειώσεις
επεξεργασία- το αλευροσκόπιο έχει την ίδια αρχή λειτουργίας με το αλευρόμετρο, διαφέρουν στη πρακτική εφαρμογή.
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλευροσκόπιο
|