Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλουτένη οι γλουτένες
      γενική της γλουτένης των γλουτενών
    αιτιατική τη γλουτένη τις γλουτένες
     κλητική γλουτένη γλουτένες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλουτένη < αγγλική gluten < γαλλική gluten < λατινική gluten < πρωτοϊταλική *gloiten < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *glóh₁ytn̥ < *gleh₁y- (κολλώ, αλείφω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλουτένη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία