Ετυμολογία

επεξεργασία
gluten < (λόγιο δάνειο) λατινική glūten

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gluten glutens

gluten (fr) αρσενικό



  Ετυμολογία

επεξεργασία
gluten < πρωτοϊταλική *gloiten < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *glóh₁ytn̥ < *gleh₁y- (κολλώ, αλείφω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

glūten (la), -ĭnis ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική gluten glutină
γενική glutinis glutinum
δοτική glutinī glutinĭbus
αιτιατική gluten glutină
κλητική gluten glutină
αφαιρετική glutine glutinĭbus
(γ' κλίση)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία

gluten (λατινικά)

γαλλικά: gluten
αγγλικά: gluten
παλαιά γαλλικά: glu
αγγλικά: glue
γαλλικά: glu