↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναγνωστήριο τα αναγνωστήρια
      γενική του αναγνωστηρίου
αναγνωστήριου
των αναγνωστηρίων
    αιτιατική το αναγνωστήριο τα αναγνωστήρια
     κλητική αναγνωστήριο αναγνωστήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναγνωστήριο < (ελληνιστική κοινήἀναγνωστήριον < αρχαία ελληνική ἀναγιγνώσκω < γιγνώσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵneh₃-
 
Το αναγνωστήριο μιας βιβλιοθήκης.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αναγνωστήριο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία