Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αρχοσπόριο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αρχοσπόρι
ο
τα
αρχοσπόρι
α
γενική
του
αρχοσπορί
ου
&
αρχοσπόρι
ου
των
αρχοσπορί
ων
αιτιατική
το
αρχοσπόρι
ο
τα
αρχοσπόρι
α
κλητική
αρχοσπόρι
ο
αρχοσπόρι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αρχοσπόριο
<
αρχή
+
σπόριο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αρχοσπόριο
ουδέτερο
(
βιολογία
):
κύτταρο
ή ομάδα κυττάρων απ΄ όπου προέρχονται τα
σπόρια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρχοσπόριο