αντίφωνο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αντίφωνο < μεσαιωνική ελληνική ἀντίφωνον < αρχαία ελληνική ἀντίφωνος < ἀντί + φωνή
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αντίφωνο ουδέτερο
Επεξεργασία
- αντιφωνικά
- αντιφωνικός
- → δείτε τις λέξεις αντί και φωνή