άφνιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- άφνιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική hafnium < λατινική Hafnia < παλαιά νορβηγική hǫfn < Kaupmannahǫfn (η Κοπεγχάγη, όπου και ανακαλύφθηκε)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάφνιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (χημεία) αργυρόχροο, μεταλλικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 72 και χημικό σύμβολο το Hf
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άφνιο | τα | άφνια |
γενική | του | αφνίου & άφνιου |
των | αφνίων |
αιτιατική | το | άφνιο | τα | άφνια |
κλητική | άφνιο | άφνια | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Δείτε επίσης
επεξεργασία- άφνιο στη Βικιπαίδεια