λουτήτιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- λουτήτιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική lutetium < λατινική Lutetia (λατινικό όνομα του Παρισιού)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλουτήτιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, που ανήκει στις λανθανίδες, με ατομικό αριθμό 71 και χημικό σύμβολο το Lu
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λουτήτιο | τα | λουτήτια |
γενική | του | λουτήτιου & λουτητίου |
των | λουτήτιων & λουτητίων |
αιτιατική | το | λουτήτιο | τα | λουτήτια |
κλητική | λουτήτιο | λουτήτια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Δείτε επίσης
επεξεργασία- λουτήτιο στη Βικιπαίδεια