lutecio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lutecio | lutecioj |
αιτιατική | lutecion | luteciojn |
lutecio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lutecio | lutecioj |
αιτιατική | lutecion | luteciojn |
lutecio (eo)