αντίμετρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντίμετρο < αντι- + μέτρο (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική contre-mesure)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /anˈdi.me.tɾo/
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντίμετρο ουδέτερο
- (λόγιο) (συνήθως στον πληθυντικό: αντίμετρα) μέτρο που αποσκοπεί στην εξουδετέρωση, αντιμετώπιση ή πρόληψη άλλων μέτρων ή ενεργειών
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντίμετρο