αγροκήπιο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αγροκήπιο < ελληνιστική κοινή < ἀγρός + κήπος + κατάληξη υποκοριστικού -ιον
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αγροκήπιο ουδέτερο
- πρότυπο αγρόκτημα όπου εφαρμόζονται νέες/πειραματικές μέθοδοι ή/και αποτελεί μέρος των εγκαταστάσεων μιας σχολής
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αγροκήπιο