αντικίνητρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντικίνητρο (νεολογισμός) < αντι- + κίνητρο, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική counter incentive[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.diˈci.ni.tɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐κί‐νη‐τρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντικίνητρο ουδέτερο
- κίνητρο που αποτρέπει ή εξουδετερώνει άλλο κίνητρο ή κάποια ανεπιθύμητη ενέργεια, εξέλιξη ή κατάσταση
- ※ Η πολλαπλή φορολόγηση αποτελεί αντικίνητρο για τον Έλληνα επιχειρηματία την ώρα που σε γειτονικές βαλκανικές χώρες η φορολογία είναι πάρα πολύ χαμηλή και αποτελεί πόλο έλξης και πεδίο επενδύσεων της ελληνικής μεταποίησης και βιοτεχνίας. (* Εφημερίδα των Συντακτών)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις αντί και κινώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντικίνητρο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αντικίνητρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας